- νεογονος
- νεόγονος2Eur. = νεογενής См. νεογενης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νεόγονος — νεόγονος, ον (Μ) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. πρωτό γονος] … Dictionary of Greek
νεόγονος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόγονον — νεόγονος masc/fem acc sg νεόγονος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογόνοις — νεόγονος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογόνους — νεόγονος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογόνων — νεόγονος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόγονα — νεόγονος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεογόνωι — νεογόνῳ , νεόγονος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)